Εισαγωγή
Ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό των ζευγαριών ανά την υφήλιο που αντιμετωπίζει πρόβλημα υπογονιμότητας, με αποτέλεσμα η απόκτηση τέκνων να καθίσταται μία ανεκπλήρωτη επιθυμία. Υπογόνιμο θεωρείται ένα ζευγάρι όταν δεν επιτυγχάνει σύλληψη, έπειτα από ένα χρόνο ελεύθερων και συχνών σεξουαλικών επαφών, χωρίς τη χρήση κάποιας αντισυλληπτικής μεθόδου.
Η εργασία μας χωρίζεται σε τρεις υποενότητες. Στην πρώτη θα αναφερθούμε συνοπτικά στις μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, στη δεύτερη θα ασχοληθούμε με τις ιατρικές μεθόδους σε περιπτώσεις που φορέας του HIV επιθυμεί την απόκτηση τέκνου και στην τρίτη υποενότητα θα αναφερθούμε στην μετάδοση του AIDS μέσω τεχνητής γονιμοποίησης και την ευθύνη του ιατρού.
Ιατρικές μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής
Το ποσοστό υπογονιμότητας σε παγκόσμιο επίπεδο κυμαίνεται με βάση τα δεδομένα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στο 15%. Η υπογονιμότητα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μία κατάσταση που αφορά στο ζευγάρι και η διερεύνηση των αιτιών της αφορά και τους δύο συντρόφους. Τα αίτια της υπογονιμότητας διαχωρίζονται σε αυτά που αφορούν τη γυναίκα και σε αυτά που αφορούν τον άντρα. Ο συχνότερος παράγων της γυναικείας υπογονιμότητας είναι οι βλάβες των σαλπίγγων που εμφανίζονται είτε ως απόφραξη είτε ως δυσλειτουργία.
Επίσης αναφέρονται ως αίτια της υπογονιμότητας στις γυναίκες και η ενδομητρίωση, το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών, η ωοθηκική ανεπάρκεια, τα ινομυώματα, αλλά πλέον η υπογονιμότητα σχετίζεται και με τον τρόπο διατροφής και ζωής γενικότερα.
Από την πλευρά των ανδρών οι κυριότερες ενδείξεις που σχετίζονται με την ποιότητα και τη μορφολογία του σπέρματος είναι η ολιγοσπερμία (μειωμένος αριθμός σπερματοζωαρίων), η ασθενοσπερμία (χαμηλή κινητικότητα σπέρματος), η τερατοσπερμία (μεγάλα ποσοστά παθολογικών μορφών σπέρματος), η νεκροσπερμία, η ασυμβατότητα της σπερματικής βλέννης, η κιρσοκήλη, ή μπορεί να οφείλεται σε κάποια εμπλοκή λόγω μόλυνσης ή τραύματος της οδού του σπέρματος.
Οι μέθοδοι ιατρικής υποβοήθησης της αναπαραγωγής διαχωρίζονται σε μεθόδους αμιγούς υποβοήθησης και σε πράξεις υποστηρικτικές των μεθόδων υποβοήθησης της αναπαραγωγής. Στην πρώτη περίπτωση διαχωρισμού ανήκουν οι:
Α) Εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF-IVM)
Διακρίνεται σε ομόλογη (εάν ο δότης του σπέρματος είναι ο σύντροφος της γυναίκας) και σε ετερόλογη (εάν ο δότης του σπέρματος είναι τρίτο πρόσωπο). Στη διαδικασία αυτή επιχειρείται η παράκαμψη των σαλπίγγων και η υποκατάσταση της γονιμοποίησης εργαστηριακά, με αναρρόφηση των ωαρίων από τις ωοθήκες και τοποθέτηση αυτών σε ειδικά τριβλία με τα σπερματοζωάρια και θρεπτικό υλικό, ώστε να γίνει η γονιμοποίηση.
Στη συνέχεια γίνεται η εμφύτευση των γονιμοποιημένων ωαρίων στη μήτρα της γυναίκας, 48 ώρες μετά την ωοληψία.
Β) Ενδοσαλπιγγική μεταφορά γαμετών (GIFT)
Ενδείκνυται σε περιπτώσεις που τουλάχιστον η μία σάλπιγγα της γυναίκας λειτουργεί φυσιολογικά. Πραγματοποιείται διέγερση των ωοθηκών, ωοληψία, μεταφορά ωαρίων και σπερματοζωαρίων με ειδικό καθετήρα στη λήκυθο της σάλπιγγας. Σημαντικό πλεονέκτημα της μεθόδου είναι ότι η γονιμοποίηση δεν συντελείται σε εργαστηριακό περιβάλλον αλλά στο φυσιολογικό περιβάλλον του ωαγωγού.
Γ) Ενδοσαλπιγγική μεταφορά ζυγωτών (ZIFT)- Ενδοσαλπιγγική μεταφορά εμβρύων (ΤΕΤ)
Αποτελεί παραλλαγή της εξωσωματικής γονιμοποίησης που προϋποθέτει όμως τη φυσιολογική λειτουργία μίας τουλάχιστον σάλπιγγας. Συνίσταται στην λαπαροσκοπική ή διακολπική μεταφορά των εργαστηριακά γονιμοποιημένων ωαρίων μετά από διακολπική ωοληψία και καθετηριασμό των ωαγωγών στη σάλπιγγα.
Δ) Δανεική μήτρα-παρένθετη μητρότητα
Η μέθοδος της παρένθετης μητρότητας συνιστά τη μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων ή μόνο σπερματοζωαρίων του ζεύγους σε μήτρα τρίτης γυναίκας κατόπιν πρότερης συμφωνίας για κυοφορία και παράδοση του νεογνού μετά τον τοκετό.
Ε) Υποβοηθούμενη γονιμοποίηση
Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται διάφορες μέθοδοι. Η τεχνική της ενδοωοριακής έγχυσης σπερματοζωαρίων (μέσω τεχνικών τύπου TESA ή MESA) δηλαδή η απευθείας τοποθέτηση ενός σπερματοζωαρίου στο ωόπλασμα, που παρουσιάζει υψηλά ποσοστά επιτυχίας και κυρίως αφορά στην αντρική υπογονιμότητα. Επίσης σε αυτή την κατηγορία εντάσσεται η μέθοδος της ενδομητρικής σπερματέγχυσης, κατά την οποία πραγματοποιείται άμεση μεταφορά σπερματοζωαρίων στην ενδομητρική κοιλότητα σε συνδυασμό με διέγερση των ωοθηκών για πρόκληση πολλαπλής ωοθυλακιορρηξίας.
Σε ότι αφορά τις πράξεις υποστηρικτικές των μεθόδων υποβοήθησης της αναπαραγωγής αυτές περιλαμβάνουν:
Α) Κρυοσυντήρηση γεννητικού υλικού και εμβρύων
Μετά την πρώτη επιτυχημένη εγκυμοσύνη από μεταφορά κατεψυγμένου-αποψυγμένου εμβρύου το 1983 από τους Trouson και Mohr και από τον Zeilmaker το 1984, αυτή η τεχνική, που δεν αποτελεί καθεαυτή μέθοδο υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, χρησιμοποιείται σε γυναίκες που αντιμετωπίζουν προβλήματα γονιμότητας λόγω συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών ή ακόμα και σε γυναίκες που επιθυμούν τεκνοποίηση μετά από υποβολή σε χημειοθεραπεία λόγω εμφάνισης καρκίνου.
Το 2007 ανακοινώθηκε από την European Society of Human Reproduction & Embryologyη γέννηση του πρώτου παιδιού που προήλθε από ανώριμο ωάριο το οποίο ωρίμασε invitro, καταψύχθηκε και αργότερα γονιμοποιήθηκε. Το πλεονέκτημα αυτής της τεχνικής συνίσταται στο ότι δεν είναι απαραίτητη η λήψη ορμονών καθώς το ωάριο ωριμάζει στο εργαστήριο, και κατά συνέπεια μειώνονται τα περιστατικά υπερδιέγερσης των ωοθηκών λόγω λήψης ορμονικών σκευασμάτων.
Σε ότι αφορά τη κρυοσυντήρηση σπερματοζωαρίων είναι μία μέθοδος με μεγάλη συχνότητα εφαρμογής, κυρίως σε περιστατικά αφαίρεσης όρχεων, χημειοθεραπείας, αδυναμίας εκσπερμάτισης, δυσκολίας συλλογής σπέρματος ή παρατεταμένης απουσίας του συντρόφου. Σε ερευνητικό ακόμα επίπεδο είναι η κρυσυντήρηση ωοθηκικού και ορχικού ιστού 28, για τη διασφάλιση της δυνατότητας τεκνοποίησης, σε περιστατικά που πρέπει να υποβληθούν σε ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία.
Β) Δωρεά ωαρίων, σπερματοζωαρίων και εμβρύων
Αυτή η μέθοδος χωρίς να αποτελεί καθεαυτή μέθοδος υποβοήθησης της αναπαραγωγής δίνει τη δυνατότητα σε πολλά ζευγάρια τεκνοποίησης, με μειωμένες ή μηδαμινές πιθανότητες πραγματοποίησής της. Δηλαδή σε περιστατικά αφενός η γυναίκα δεν έχει ωοκύτταρα λόγω πρόωρης εμμηνόπαυσης, ωοθηκικής δυσγενεσίας, χειρουργικής αφαίρεσης ωοθηκών, και αφετέρου ο άνδρας παρουσιάζει απουσία σπέρματος ή σοβαρές διαταραχές του σπέρματος. Η βασικότερη δυσκολία της μεθόδου αυτής είναι η ανεύρεση διαθέσιμων δωρητών.
Γ) Προεμφυτευτική διάγνωση γεννητικών νοσημάτων (PGD-PGS-Καρυότυπος σπέρματος)
Η μέθοδος αυτή εντάσσεται στην ευρύτερη διαδικασία της ιατρικής υποβοήθησης της αναπαραγωγής. Επιτρέπει τη διάγνωση γενετικών νοσημάτων σε έμβρυα μέσω της εξωσωματικής γονιμοποίησης ώστε να αποτρέπεται η μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων που ανιχνεύονται σε αυτά ανωμαλίες στη σύσταση, τη δομή και τον αριθμό των χρωμοσωμάτων. Έτσι αποτρέπεται η εκδήλωση γενετικής νόσου.
Επίσης είναι σημαντικό να αναφερθεί και η περίπτωση της ανεξήγητης υπογονιμότητας που πλήττει το 5-10% των ζευγαριών. Στα ζευγάρια αυτά παρατηρείται αδυναμία σύλληψης παρόλο που οι σχετιζόμενοι παράμετροι είναι φυσιολογικοί. Κάθε ζευγάρι μπορεί να αναζητήσει την κατάλληλη μέθοδο που ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της κάθε περίπτωσης.
HIV και εγκυμοσύνη
Ο ιός HIV (Human Immunodeficiency Virus) είναι ο ιός που προκαλεί το Σύνδρομο της Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας ή πιο ευρέως γνωστό ως AIDS (Acquired ImmuneDeficiency Syndrome). Οι τρόποι μετάδοσης αφορούν στη σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις, με ένεση ή μετάγγιση μολυσμένου αίματος ή παραγώγων αίματος ή δερματικών μοσχευμάτων ή μεταμόσχευσης οργάνων-ιστών, με κοινή χρήση μη απολυμανθέντων εργαλείων ή συριγγών, με κάθετη μετάδοση από τη μητέρα στο νεογνό κατά την εγκυμοσύνη, τον τοκετό ή και το θηλασμό και σε πολύ μικρότερο ποσοστό μέσω επαγγελματικής έκθεσης των επιστημόνων υγείας. Η λοίμωξη με HIV οδηγεί σε αναπόφευκτη μείωση της κυτταρικής ανοσοαπόκρισης.
Ενδεικτικά στην Ελλάδα το 2012 κατά φύλο παρουσιάζεται ο κάτωθι πίνακας με στοιχεία δηλωθέντα στο ΚΕΕΛΠΝΟ:
Τα ποσοστά μετάδοσης από τη μητέρα στο νεογνό έχουν μειωθεί από το 20% με 30% που αναφέρονταν το 1985 στο 1% με 2% στις ανεπτυγμένες χώρες με την κατάλληλη αντιρετροϊκή αγωγή και τον προγραμματισμένο τοκετό με καισαρική. Καθώς μειώνονται τα ποσοστά μετάδοσης, αυτές οι παρεμβάσεις αυξάνουν την πολυπλοκότητα της προγεννητικής φροντίδας σε οροθετικές γυναίκες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες περίπου 130.000 γυναίκες υπολογίζεται ότι μολύνονται από τον ιό HIV και παγκοσμίως ο αριθμός αυτών είναι 15 εκατομμύρια. Περίπου 6.000 οροθετικές γυναίκες τεκνοποιούν στις Ηνωμένες Πολιτείες ετησίως και περίπου 144 με 236 νεογνά λόγω της προγεννητικής φροντίδας δε μολύνονται. Οι βελτιώσεις στην προγεννητική φροντίδα, η συμβουλευτική σε θέματα HIV, η εξέταση, η αντιρετροϊκή φαρμακευτική αγωγή και οι πολιτικές μείωσης της μετάδοσης του ιού μέσω του θηλασμού είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής της μητέρας και της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της μείωσης της μετάδοσης του ιού.
Οι ορμονικές αλλαγές κατά τη διάρκεια της κύησης μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο τοξικότητας της αντιρετροϊκής θεραπείας, ειδικότερα τους αναστολείς ανάστροφης μεταγραφάσης. Πολλά περιστατικά γαλακτικής οξέωσης και ηπατικής ανεπάρκειας, κάποια εκ των οποίων είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο της μητέρας, αναφέρθηκαν σε γυναίκες που λάμβαναν μακροχρόνια νουκλεοσιδική θεραπεία κατά τη διάρκεια της κύησης. Η επίδραση της λοίμωξης HIV και της αντιρετροϊκής θεραπείας στο αποτέλεσμα της κύησης είναι ένα θέμα που πρέπει να ληφθεί υπόψη.
Πολλές μελέτες σε ανεπτυγμένες χώρες έδειξαν ένα αυξημένο ποσοστό πρόωρων τοκετών, χαμηλού νεογνικού βάρους, περιορισμένη ενδομήτρια ανάπτυξη και νεογνική θνησιμότητα σε οροθετικές γυναίκες. Οι παράγοντες που σχετίζονται τον πρόωρο τοκετό και το χαμηλό βάρους του νεογνού στις οροθετικές γυναίκες περιλαμβάνουν προηγούμενη δυσμενή έκβαση της εγκυμοσύνης, υπέρταση, πολλαπλή κύηση, κάπνισμα, αιμορραγίες, χρήση αλκοόλ, χαμηλό σωματικό βάρος της μητέρας και σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα.
Η μεγαλύτερη ανησυχία για τη λοίμωξη με HIV στην εγκυμοσύνη είναι ο κίνδυνος της περιγεννητικής μετάδοσης του ιού στο έμβρυο. Σε οροθετικές γυναίκες που δε θηλάζουν, η μετάδοση μπορεί να εμφανιστεί σε ποσοστό 20% με 30%. Περίπου στο 75% των περιστατικών ο ιός μεταδίδεται κατά το 3ο τρίμηνο της κύησης ή τον τοκετό. Συγκεκριμένα υπολογίζεται ότι τα 2/3 των μεταδόσεων του ιού από οροθετικές γυναίκες που δεν λαμβάνουν την κατάλληλη αγωγή και φροντίδα, πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του τοκετού.
Τα επίπεδα του μητρικού HIVRNA φαίνεται να είναι ο κύριος προγνωστικός παράγοντας της μετάδοσης. Η αντιρετροϊκή θεραπεία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και στη νεογνική περίοδο μειώνει τον κίνδυνο της περιγεννητικής μετάδοσης του HIV. Ο κίνδυνος αυξάνεται αν η μητέρα παρουσιάζει χαμηλό αριθμό CD4 ή υψηλό ιικό φορτίο.
Ο ρόλος του ιατρού είναι πολύ σημαντικός στα θέματα ευγονικής οροθετικών γυναικών/ζευγαριών σε ότι αφορά την ευημερία του μελλοντικού παιδιού. Ο ιατρός πρέπει να ενημερώσει τις γυναίκες και το ζευγάρι για τους κινδύνους του HIV σε ότι αφορά το ίδιο αλλά και τους κίνδυνους που αφορούν τον απόγονο.
Εξωσωματική σύνδρομο υπερδιέγερσης ωοθηκών
Το ερώτημα αν ο ιατρός, λαμβάνοντας υπόψη την ευθύνη του απέναντι στο νεογνό για μία ποιοτική και υγιή ζωή, μπορεί ή όχι να αρνηθεί σε οροθετικούς γονείς την πρόσβαση σε θεραπείες για υπογονιμότητα ή ακόμα τη δυνατότητα εξωσωματικής γονιμοποίησης, δεν μπορεί να απαντηθεί ξεκάθαρα. Αρχικά υπάρχει διαφοροποίηση στο ποιος έχει μολυνθεί, η γυναίκα, ο άντρας ή και οι δύο; Αν μόνο ο άντρας είναι φορέας τότε η απομόνωση του σπέρματος και η κρυοσυντήρηση αυτού μπορούν να μειώσουν σημαντικά τα επίπεδα του HIV στο γονιμοποιημένο ωάριο.
Αν η γυναίκα ή και οι δύο σύντροφοι είναι φορείς, τότε ο κίνδυνος μετάδοσης της λοίμωξης από τη μητέρα στο έμβρυο είναι περίπου 10%. Επίσης σε αυτή την περίπτωση υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το παιδί που θα γεννηθεί να χάσει πρόωρα τον ένα ή και τους δυο γονείς του, με τις ανάλογες συνέπειες στην ψυχολογική ανάπτυξη του.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η φαρμακευτική αγωγή και οι πιθανές παρενέργειες της στο νεογνό, αφού σύμφωνα με μελέτες οι πιθανότητες να γεννηθεί με χαμηλό σωματικό βάρος είναι αυξημένες. Η δυνατότητα της μητρότητας σε οροθετικούς γονείς δεν σημαίνει ότι είναι apriori ηθικά μη αποδεκτή. Η απαίτηση εξέτασης για HIV λοίμωξη, ως προϋπόθεση για τη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα του σεβασμού της αυτονομίας του ασθενή/πελάτη. Αυτή η πολιτική ασφαλώς μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο στα πλαίσια της ευθύνης του ιατρού για την υγεία του απογόνου.
Η επιχειρηματολογία για την εξέταση οροθετικότητας των υποψήφιων είναι σημαντική. Συγκεκριμένα στα υπέρ της εξέτασης συγκαταλέγονται η ευημερία του νεογνού και το δικαίωμα ακόμα του μελλοντικού απογόνου σε υγιή ζωή. Ακόμα και αν η εξέταση είναι θετική, με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή μπορεί να αποτραπεί η κάθετη μετάδοση της λοίμωξης.
Οι συνέπειες της μη διάγνωσης του γονέα και κατ’ επέκταση η μετάδοση του ιού στο νεογνό είναι πολύ σοβαρές, τόσο για την ποιότητα ζωής του παιδιού όσο και την πρόωρη θνησιμότητα του γονέα με ότι αυτό συνεπάγεται κοινωνικά και ψυχολογικά. Ως αρνητικό της εξέτασης μπορεί να αναφερθεί ο μη σεβασμός της αυτονομίας του ασθενούς καθώς και η ενδεχόμενη θετική εξέταση μπορεί να εγείρει διαφορετική συμπεριφορά από πλευράς του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού.
Είναι σημαντικό η ιατρική κοινότητα να είναι σε θέση να αναλάβει κάθε ασθενή που επιθυμεί την απόκτηση απογόνου, και αν ακόμα φαντάζει αδύνατο ή ανήθικο να επιχειρηματολογεί και να ενημερώνει για κάθε απόφαση.
Μετάδοση AIDS μέσω τεχνητής γονιμοποίησης και ευθύνη του ιατρού
Σε διεθνές επίπεδο αλλά και μετέπειτα στη χώρα μας τέθηκε η ανάγκη της διαχείρισης των μεθόδων ιατρικής υποβοήθησης της αναπαραγωγής, καθώς το δικαίωμα της αναπαραγωγής είναι θεμελιώδες και άμεσα συνδεδεμένο με την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου. Ο ρόλος του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού στις διαδικασίες υποβοήθησης της αναπαραγωγής είναι ουσιαστικός και θα πρέπει να ενημερώνονται και να υιοθετούν νέες ιατρικές μεθόδους και τεχνολογίες ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος για τον ασθενή πελάτη.
Ενδεικτική είναι η υπόθεση του Καναδά, κατά την οποία ο ιατρός χρησιμοποιούσε την τεχνητή γονιμοποίηση από το 1974, αλλά δεν είχε ενημερωθεί για τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού του AIDS μέσω της τεχνητής γονιμοποίησης. Η μόλυνση ασθενούς του το 1985 έγειρε εκτός από τη νομική διαδικασία, πολλά ερωτήματα για το εύρος υπευθυνότητας του ιατρού και κατά πόσο ο τρόπος άσκησης του επαγγέλματός του μπορούσε να χαρακτηριστεί από αμέλεια ή από άγνοια.
Συγκεκριμένα στις αρχές του 1983 τέθηκε για πρώτη φορά το θέμα μόλυνσης γυναικών από τον ιό από άντρες, ενώ μέχρι πρότινος θεωρούταν ότι οι ετεροφυλοφιλικές σχέσεις ήταν ασφαλείς και δεν υπήρχε συσχετισμός μεταξύ τεχνητής γονιμοποίησης και AIDS. Τον Οκτώβριο του 1983 δημοσιεύθηκε από τον DrMascola η πρώτη ανησυχία και τον Ιούλιο του 1985 δημοσιεύθηκε τεκμηριωμένη μελέτη του ίδιου για τον κίνδυνο μετάδοσης ασθενειών που σχετίζονται με το σεξ μέσω της τεχνητής γονιμοποίησης.
Η Αμερικανική Εταιρεία Ευγονικής δημοσίευσε για πρώτη φορά το 1986 κατευθυντήριες οδηγίες για τη γονιμοποίηση με σπέρμα, που αναθεωρήθηκαν το 1988, σύμφωνα με τις οποίες συνίσταται η χρήση μόνο κατεψυγμένου σπέρματος καθώς και η εξέταση αίματος για AIDS και μόνο όταν και οι δύο αυτοί παράμετροι τηρηθούν, μπορεί να χρησιμοποιηθεί.
Πρέπει να προβλέπεται η όσον το δυνατόν ασφαλέστερη διεξαγωγή της διαδικασίας υποβοήθησης της αναπαραγωγής για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη γιατί με αυτό τον τρόπο παρέχεται προστασία στα αγαθά της σωματικής ακεραιότητας και αξιοπρέπειας της γυναίκας και του νεογνού. Η ευθύνη του ιατρού και του προσωπικού που σχετίζονται με αυτές τις διαδικασίες είναι μεγάλη λόγω της διακινδύνευσης ή και της βλάβης που μπορεί να προκληθούν στο έννομο αγαθό της σωματικής ακεραιότητας και της αξιοπρεπής ζωής.
Στην ελληνική νομολογία αναφέρεται εκτενώς η σημασία της προστασίας της ζωής και της ασφάλειας αυτής. Συγκεκριμένα στο άρθρο 304 του Ποινικού Κώδικα αναφέρεται ότι όποιος ενεργεί παράνομα σε έγκυο με αποτέλεσμα να προκληθεί βαριά βλάβη στο έμβρυο ή να εμφανίσει το νεογνό βαριά πάθηση του σώματος ή της διάνοιας τιμωρείται ανάλογα με την υπαιτιότητα και το αποτέλεσμα της πράξης του. Βέβαια σε ότι αφορά το ιατρικό προσωπικό μπορεί να ερμηνευθεί τυχόν παράλειψη ως αμέλεια καθώς η φύση της εργασιακής σχέσης δεν υποστηρίζεται από την έννοια του ενδεχόμενου δόλου.
Σύμφωνα με τον Νόμο 3305/2005 στο άρθρο 26 προβλέπεται ότι όποιος προβαίνει σε εφαρμογή μεθόδων ιατρικής υποβοήθησης της αναπαραγωγής χωρίς την προηγούμενη διενέργεια εργαστηριακών και κλινικών ελέγχων επί του γεννητικού υλικού τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους.
Επίσης, όποιος σε περίπτωση διάθεσης γαμετών και γονιμοποιημένων ωαρίων, προβαίνει στη χρήση αυτών στο πλαίσιο ιατρικής υποβοήθησης της αναπαραγωγής χωρίς τον αναγκαίο κλινικό και εργαστηριακό έλεγχο ή χρησιμοποιεί νωπό σπέρμα τρίτου δότη τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.
Στον ίδιο νόμο προβλέπονται εργαστηριακοί έλεγχοι που αφορούν τους ιούς της ανθρώπινης ανοσοεπάρκειας (HIV1, HIV2), την ηπατίτιδα Β και C και τη σύφιλη και ότι οι δότες νωπού σπέρματος υποβάλλονται υποχρεωτικά σε κλινικό και εργαστηριακό έλεγχο και δε γίνονται δεκτοί αν πάσχουν από κληρονομικά, γενετικά ή μεταδοτικά νοσήματα καθώς και ότι η χρήση νωπού σπέρματος από τρίτο δότη δεν επιτρέπεται.
Ο νόμος αυτός τυποποιεί μία μορφή εγκλήματος στα πλαίσια που οι συγκεκριμένοι εργαστηριακοί έλεγχοι και η παράλειψή τους μπορεί να έχουν επιπτώσεις για τη γυναίκα και το παιδί που θα γεννηθεί, αλλά και εν γένει τη δημόσια υγεία με στόχο την εξασφάλιση της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας. Δυνητικά διακινδυνεύεται η ασφάλεια λόγω ορισμένων νοσημάτων και ιών, γι αυτό και είναι απαραίτητος ο έλεγχος και η απαγόρευση χρήσης νωπού σπέρματος, που είτε λόγω παράλειψης είτε άγνοιας υπάρχει δυνατότητα κινδύνου μετάδοσης κάποιας ασθένειας στα εμπλεκόμενα μέρη.
Συμπεράσματα
Η επιστήμη συνεχώς εξελίσσεται και η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι ένας κλάδος που αναπτύσσεται με γοργό ρυθμό. Η γονιμότητα αποτελεί τόσο κυρίαρχο θέμα για τη σύγχρονη γυναίκα αλλά και για την πολιτεία, μέσω της νομολογίας και της εκπαιδευτικής πολιτικής.