Είναι πολύ συχνό φαινόμενο στις νέες γυναίκες, ειδικά σε χρονικές περιόδους όπως π.χ. μετά το καλοκαίρι, η ανάπτυξη λοιμώξεων του κόλπου ή του τραχήλου της μήτρας, δηλ. κολπίτιδας ή τραχηλίτιδας. Το περιβάλλον του κόλπου φυσιολογικά, περιλαμβάνει πλήθος μικροβίων τα οποία αποτελούν τη λεγόμενη «φυσιολογική χλωρίδα» του κόλπου. Τα μικρόβια αυτά βρίσκονται σε ισορροπία μεταξύ τους έτσι ώστε να εγκαθίσταται και να παραμένει η φυσιολογική λειτουργία του κόλπου και του τραχήλου της μήτρας.

Εντούτοις, διάφοροι παράγοντες μπορεί να επιδράσουν στη χλωρίδα του κόλπου και να διαταράξουν την ισορροπία αυτή: στρες, συνθετικά εσώρουχα, υγρασία (όπως π.χ. μετά τα μπάνια στη θάλασσα), χρήση αντιβιοτικών κλπ. Το αποτέλεσμα; Η πρόκληση της κολπίτιδας και/ή τραχηλίτιδας, της λοίμωξης δηλ. του κόλπου και του τραχήλου αντίστοιχα.

Στο ιατρείο μας έχουμε ειδικές μεθόδους διάγνωσης των λοιμώξεων αυτών, πρωτοποριακές για τα Ελληνικά δεδομένα: η μοριακή διάγνωση με τη χρήση της πλέον σύγχρονης τεχνολογίας PCR για τα χλαμύδια, τα μυκοπλάσματα και τα ουρεαπλάσματα εγγυάται τη σωστή θεραπεία και εκρίζωση των μικροβίων αυτών που μπορεί, σε βάθος χρόνου κι αν δεν αντιμετωπισθούν κατάλληλα, να οδηγήσουν ακόμα και σε προβλήματα γονιμότητας στη νέα γυναίκα. Ειδικά για τις λοιμώξεις του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος το τρίπτυχο έγκυρη και έγκαιρη διάγνωση, ορθολογική θεραπεία και βέλτιστη  κλινική κατάσταση  εικόνα της γυναίκας είναι αδήριτη ανάγκη για τη βέλτιστη ποιότητα ζωής της Ελληνίδας γυναίκας.

ΕΝΗΜΕΡΩΘΕΙΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΛΠΟΥ

Τραχηλίτιδα, αιτίες συμπτώματα, επιπλοκές, θεραπεία

Infographic που δείχνει την εξέλιξη τραχηλίτιδαςΗ τραχηλίτιδα είναι η φλεγμονή του τραχήλου της μήτρας, που είναι το κάτω μέρος της μήτρας που συνδέεται με τον κόλπο. Πρόκειται για μια κοινή γυναικολογική πάθηση που μπορεί να προκαλέσει αναστάτωση και φλεγμονή του τραχήλου, και να έχει διάφορες αιτίες.

Είναι σημαντικό να συζητήσετε με τον γυναικολόγο σας τις πιθανές αιτίες της τραχηλίτιδας στην προσωπική σας περίπτωση, καθώς αυτό θα βοηθήσει στην κατανόηση των παραγόντων που ενδέχεται να συμβάλλουν στην ανάπτυξή της και στην κατάλληλη διάγνωση και αγωγή της.

Κλικ για περισσότερα….

Κολπίτιδα, αιτίες συμπτώματα, επιπλοκές, θεραπεία

Ανατομικό μοντέλο γυναικείου κόλπου με κολπίτιδα

Η κολπίτιδα είναι μια φλεγμονώδης κατάσταση του κόλπου, που προκαλείται συνήθως από μια λοίμωξη ή ένα ερεθιστικό παράγοντα. Η κολπίτιδα είναι μια από τις πιο συνηθισμένες γυναικολογικές παθήσεις και μπορεί να εμφανιστεί σε όλες τις ηλικίες, αλλά είναι πιο συχνή σε γυναίκες στην περίοδο της αναπαραγωγικής ηλικίας.

Οι κύριοι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη της κολπίτιδας περιλαμβάνουν τη χρήση αντισυλληπτικών, τις ορμονικές αλλαγές, το διαβήτη, τη χρήση ευρείας φάσματος αντιβιοτικών, την ορμονική θεραπεία, την έκθεση σε χημικούς παράγοντες, και την έκθεση σε συνθήκες που αλλάζουν τη φυσιολογία του κόλπου, όπως η εγκυμοσύνη.

Κλικ για περισσότερα….

Τα συνηθέστερα μικρόβια που ενέχονται στην ανάπτυξη των λοιμώξεων αυτών είναι τα χλαμύδια, το μυκόπλασμα, το ουρεόπλασμα, η τριχομονάδα, ο έρπητας των γεννητικών οργάνων, ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων κ.ά.

Οι λοιμώξεις που προκαλούνται από αυτούς τους μικροοργανισμούς είναι επίσης συνηθισμένες και στον κόλπο και στον τράχηλο της μήτρας. Ας δούμε περισσότερες πληροφορίες για κάθε έναν από αυτούς:

Χλαμύδια (Chlamydia trachomatis)

Τα χλαμύδια είναι μια ομάδα μικροβίων που προκαλούν λοιμώξεις στο ανθρώπινο γεννητικό σύστημα. Τα πιο συνηθισμένο είδος χλαμυδίων που επηρεάζουν τους ανθρώπους είναι το Chlamydia trachomatis.

Οι λοιμώξεις από χλαμύδια μεταδίδονται κυρίως μέσω σεξουαλικής επαφής. Μπορούν επίσης να μεταδοθούν από μητέρα σε παιδί κατά τη διάρκεια της γέννας, προκαλώντας λοίμωξη του μωρού. Οι λοιμώξεις από χλαμύδια στο γεννητικό σύστημα μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές επιπλοκές όπως πυελονεφρίτιδα, εξωμήτρια εγκυμοσύνη, πρόωρη γέννα, ατελή γέννηση και μετεγκατάσταση της λοίμωξης στα νεογνά.

Οι κύριοι παράγοντες κινδύνου για λοίμωξη από χλαμύδια περιλαμβάνουν:

  1. Μη χρήση προφυλακτικών: Η μη χρήση προφυλακτικών κατά τη σεξουαλική επαφή με νέους ή μη σταθερούς σεξουαλικούς εταίρους αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης των χλαμυδίων.
  2. Πολλαπλοί σεξουαλικοί εταίροι: Η έκθεση σε πολλαπλούς σεξουαλικούς εταίρους αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης των χλαμυδίων.
  3. Νεαρή ηλικία: Οι νεαροί άνθρωποι είναι περισσότερο ευάλωτοι στη λοίμωξη από χλαμύδια, καθώς είναι πιθανότερο να έχουν πολλαπλούς σεξουαλικούς εταίρους και να μην χρησιμοποιούν προφυλακτικά.
  4. Σεξουαλική επαφή με μολυσμένο εταίρο: Η σεξουαλική επαφή με κάποιον που έχει λοίμωξη από χλαμύδια αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης.

Είναι σημαντικό να είστε ενημερωμένοι για τους παράγοντες κινδύνου και να λάβετε τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος μετάδοσης των χλαμυδίων.

Χλαμύδια: Αιτίες, συμπτώματα και αντιμετώπιση

Τα μικρόβια χλαμύδια όπως φαίνονται στο μικρισκόπιοΕίναι σημαντικό να είστε ενημερωμένοι για τους παράγοντες κινδύνου και να λάβετε τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης, όπως η χρήση προφυλακτικών και η περιορισμένη σεξουαλική εταιρία, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος μετάδοσης των χλαμυδίων.

Κλικ για περισσότερα….

Μυκόπλασμα (Mycoplasma genitalium)

Το μυκόπλασμα γεννητικών οργάνων (Mycoplasma genitalium) είναι ένα μικρόβιο που προκαλεί λοίμωξη του γεννητικού συστήματος στους ανθρώπους. Ανήκει στην ομάδα των μυκοπλασμάτων, που είναι μικρά βακτήρια χωρίς κυτταρικό τοίχωμα.

Η μετάδοση του μυκοπλάσματος γεννητικών οργάνων συμβαίνει κυρίως μέσω σεξουαλικής επαφής, ειδικά κατά την ανταλλαγή σωματικών υγρών μεταξύ εταίρων. Επίσης, μπορεί να μεταδοθεί από μητέρα σε παιδί κατά τη διάρκεια της γέννησης. Η μολυσμένη μητέρα μπορεί να μεταδώσει το μυκόπλασμα στο νεογνό, προκαλώντας πιθανές λοιμώξεις στα γεννητικά όργανα του.

Οι λοιμώξεις από το μυκόπλασμα γεννητικών οργάνων μπορεί να παρουσιάζουν διάφορα συμπτώματα ή να είναι ασυμπτωματικές. Οι κοινές ενδείξεις και συμπτώματα περιλαμβάνουν:

  1. Παραμόρφωση της ούρησης ή πόνο κατά την ούρηση
  2. Πόνος ή αίσθημα καύσης κατά τη σεξουαλική επαφή
  3. Αιματουρία (παρουσία αίματος στην ούρα)
  4. Εξάνθημα ή ερυθρότητα στα γεννητικά όργανα
  5. Ασυνήθιστη αποφρακτική αποβολή

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η λοίμωξη από το μυκόπλασμα γεννητικών οργάνων μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές, όπως πυελονεφρίτιδα, ή εκδορές στον τράχηλο της μήτρας. Επιπλέον, η λοίμωξη μπορεί να συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης εξωμήτριας εγκυμοσύνης, πρόωρης γέννησης.

Για την πρόληψη της μετάδοσης του Μυκόπλασμα γεννητικών οργάνων, συνίσταται η χρήση προφυλακτικών κατά τη σεξουαλική επαφή και η περιορισμένη σεξουαλική εταιρία με αξιόπιστους εταίρους. Επίσης, είναι σημαντικό να υποβληθείτε σε τακτικές εξετάσεις και τεστ για την ανίχνευση τυχόν λοιμώξεων, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν άμεσα και να αποφευχθούν πιθανές επιπλοκές.

Για τη διάγνωση της λοίμωξης από μυκόπλασμα γεννητικών οργάνων, μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορες μέθοδοι, συμπεριλαμβανομένων των εργαστηριακών τεστ ανίχνευσης του μικροβίου στον ουροποιητικό σωλήνα ή τον τράχηλο της μήτρας. Ο γιατρός σας μπορεί να σας καθοδηγήσει σχετικά με την κατάλληλη μέθοδο διάγνωσης και να σας προσφέρει την κατάλληλη θεραπεία, σε περίπτωση που διαγνωστεί λοίμωξη από μυκόπλασμα.

Είναι σημαντικό να αντιμετωπίσετε τη λοίμωξη από μυκόπλασμα γεννητικών οργάνων με την κατάλληλη αντιβιοτική θεραπεία. Ο γιατρός σας θα σας προτείνει το κατάλληλο αντιβιοτικό καθώς και τη διάρκεια της θεραπείας ανάλογα με τη σοβαρότητα της λοίμωξης. Είναι σημαντικό να ολοκληρώσετε την πλήρη διάρκεια της θεραπείας, ακόμη και αν τα συμπτώματα εξαφανιστούν πριν από αυτό.

Μυκόπλασμα: Αιτίες, συμπτώματα και αντιμετώπιση

Μυκόπλασμα και άλλα μικρόβια κάτω από το μικροσκόπιοΕίναι σημαντικό να είστε ενημερωμένοι για τους παράγοντες κινδύνου και να λάβετε τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης, όπως η χρήση προφυλακτικών και η περιορισμένη σεξουαλική εταιρία, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος μετάδοσης ου μυκοπλάσματος.

Κλικ για περισσότερα….

Ουρεόπλασμα (Ureaplasma)

Το ουρεόπλασμα (Ureaplasma) είναι ένα μικρόβιο που ανήκει στην οικογένεια Mycoplasmataceae. Πρόκειται για βακτήριο χωρίς κυτταρικό τοίχωμα και έχει παρόμοιες ιδιότητες με τα μυκοπλάσματα.

Το ουρεόπλασμα κατοικεί συνήθως στον ουροποιητικό σωλήνα και τον τράχηλο της μήτρας των ανθρώπων. Υπάρχουν δύο είδη ουρεοπλασμάτων που είναι ουσιώδη για την ανθρώπινη υγεία: το Ureaplasma parvum και το Ureaplasma urealyticum. Αυτά τα μικρόβια μπορούν να είναι μέρος του φυσιολογικού μικροβιακού πληθυσμού του ανθρώπινου ουροποιητικού συστήματος, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσουν λοίμωξη και να σχετίζονται με παθολογικές καταστάσεις.

Η μετάδοση του ουρεοπλάσματος συμβαίνει κυρίως μέσω σεξουαλικής επαφής, ειδικά κατά την ανταλλαγή σωματικών υγρών μεταξύ εταίρων. Μπορεί επίσης να μεταδοθεί από μητέρα σε παιδί κατά τη διάρκεια της γέννησης, προκαλώντας πιθανές λοιμώξεις στα γεννητικά όργανα του.

Οι λοιμώξεις από το ουρεόπλασμα μπορεί να είναι ασυμπτωματικές ή να παρουσιάζουν ελαφρά συμπτώματα. Οι κοινές ενδείξεις και συμπτώματα περιλαμβάνουν:

  1. Αυξημένες εκκρίσεις από την ουρήθρα ή τον τράχηλο
  2. Αποχρωματισμός ή δυσοσμία των ούρων
  3. Κόκκινες ή ερυθρωμένες περιοχές στα γεννητικά όργανα
  4. Ελαφρά αίσθημα καύσης κατά την ούρηση
  5. Πόνος ή αίσθημα πίεσης στην περιοχή του λαιμού της μήτρας

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η λοίμωξη από ουρεόπλασμα μπορεί να συνδέεται με επιπλοκές, όπως πυελονεφρίτιδα, ενδομητρίτιδα, ακόμη και προβλήματα αναπαραγωγής. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το ουρεόπλασμα μπορεί να σχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο πρόωρης γέννησης και εμβρυοθάνατου.

Για τη διάγνωση της λοίμωξης από ουρεόπλασμα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορες μέθοδοι, συμπεριλαμβανομένων εργαστηριακών τεστ ανίχνευσης του μικροβίου στα εκκριτικά υγρά ή στα ούρα. Ο γιατρός σας θα σας καθοδηγήσει σχετικά με την κατάλληλη μέθοδο διάγνωσης και θα σας προσφέρει την ανάλογη θεραπεία, αν είναι απαραίτητο.

Ουρεόπλασμα: Αιτίες, συμπτώματα και αντιμετώπιση

Ουρεόπλασμα θεραπείαΕίναι σημαντικό να είστε ενημερωμένοι για τους παράγοντες κινδύνου και να λάβετε τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης, όπως η χρήση προφυλακτικών και η περιορισμένη σεξουαλική εταιρία, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος μετάδοσης ου μυκοπλάσματος.

Κλικ για περισσότερα….

Τριχομονάδα (Trichomonas vaginalis)

Η τριχομονάδα (Trichomonas vaginalis) είναι ένα μονοκύτταρο παράσιτο που προκαλεί λοίμωξη του γεννητικού συστήματος, γνωστή και ως τριχομονίαση. Είναι η πιο συχνή μόλυνση που μεταδίδεται μέσω σεξουαλικής επαφής στους ανθρώπους.

Η μόλυνση με την τριχομονάδα μπορεί να είναι ασυμπτωματική ή να παρουσιάζει μια ποικιλία συμπτωμάτων. Οι γυναίκες  συνήθως προσβάλλονται περισσότερο από τους άνδρες. Ορισμένα κοινά συμπτώματα της τριχομονάδας περιλαμβάνουν:

  1. Πολλαπλασιασμός της οσμής των ούρων ή του κόλπου
  2. Καύση, φαγούρα ή αίσθημα κνησμού κατά την ούρηση
  3. Πόνος ή αίσθημα πίεσης στον κάτω κοιλιακό χώρο
  4. Αυξημένη εκκρίσεις από τον κόλπο, οι οποίες μπορεί να είναι πράσινες, κίτρινες ή κρεμ

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η τριχομονάδα μπορεί να συνδέεται με επιπλοκές, όπως πυελονεφρίτιδα, προεκταμίτιδα, πρόωρη γέννηση ή χαμηλό βάρος του μωρού κατά τη γέννα.

Η διάγνωση της τριχομονάδας γίνεται μέσω εξέτασης του δείγματος εκκρίσεων από τον κόλπο ή των ούρων. Ο γιατρός σας θα πραγματοποιήσει το αντίστοιχο τεστ και θα αξιολογήσει τα αποτελέσματα.

Η θεραπεία της τριχομονάδας συνήθως περιλαμβάνει τη χρήση αντιβιοτικών, όπως μετρονιδαζόλη ή τινιδαζόλη. Συνιστάται επίσης να σταματήσετε τις σεξουαλικές επαφές κατά τη διάρκεια της θεραπείας και να ενημερώσετε τους σεξουαλικούς σας εταίρους ώστε να υποβληθούν σε εξέταση και θεραπεία εάν είναι απαραίτητο.

Για να αποφύγετε τη μετάδοση της τριχομονάδας, συνιστάται η χρήση προφυλακτικών κατά τη σεξουαλική επαφή και η περιορισμός των σεξουαλικών εταίρων. Επίσης, τακτικές εξετάσεις για τον έγκαιρο εντοπισμό και την αντιμετώπιση της μόλυνσης είναι σημαντικές για την προστασία της σεξουαλικής σας υγείας.

Έρπητας των γεννητικών οργάνων (Herpes simplex virus)

Ο έρπης των γεννητικών οργάνων, γνωστός και ως γεννητικός έρπης, είναι μια σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη που προκαλείται από τον ιό του έρπητα (Herpes simplex virus). Υπάρχουν δύο τύποι ιού του έρπητα: ο ιός του έρπητα τύπου 1 (HSV-1) και ο ιός του έρπητα τύπου 2 (HSV-2). Ο HSV-1 συνήθως προκαλεί λοίμωξη στην περιοχή του στόματος και των χειλιών, ενώ ο HSV-2 προκαλεί λοίμωξη στην περιοχή των γεννητικών οργάνων.

Ο έρπης των γεννητικών οργάνων μεταδίδεται κυρίως μέσω σεξουαλικής επαφής με ένα μολυσμένο άτομο. Ο ιός μπορεί να μεταδοθεί και κατά τη γέννηση από μητέρα προς παιδί. Η μόλυνση μπορεί να είναι ασυμπτωματική ή να παρουσιάζει ελαφρά ή σοβαρά συμπτώματα.

Οι κύριοι παράγοντες κινδύνου για μόλυνση από έρπητα των γεννητικών οργάνων περιλαμβάνουν:

  1. Σεξουαλική επαφή με μολυσμένο άτομο, ειδικά όταν υπάρχει ενεργή επίσταση ή εξάνθημα.
  2. Σεξουαλική επαφή σε νεαρή ηλικία.
  3. Συνύπαρξη με άλλα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα.
  4. Αδυναμία χρήσης προφυλακτικού κατά τη σεξουαλική επαφή.

Ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων (Human Papillomavirus – HPV)

Ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων (Human Papillomavirus – HPV) είναι ένας ιός που μολύνει τον ανθρώπινο οργανισμό και προκαλεί μια ευρεία γκάμα νοσημάτων. Υπάρχουν περισσότεροι από 100 γνωστοί τύποι του ιού HPV, αλλά μόνο μερικοί από αυτούς είναι σχετιζόμενοι με την ανάπτυξη καρκίνου ή προκαρκινωματώδων καταστάσεων.

Ο ιός μεταδίδεται κυρίως μέσω σεξουαλικής επαφής. Οι κύριοι παράγοντες κινδύνου για μόλυνση από τον ιό HPV περιλαμβάνουν τον σεξουαλικό εταίρο που έχει μόλυνση, τον αριθμό των σεξουαλικών εταίρων, την αρχή της σεξουαλικής δραστηριότητας σε νεαρή ηλικία, την αδυναμία χρήσης προφυλακτικού και την ύπαρξη ανοσοκαταστολής.

Οι κυριότερες εκδηλώσεις του ιού HPV περιλαμβάνουν:

  1. Θηλωματώδεις βλάβες (warts): Ο ιός HPV μπορεί να προκαλέσει τη δημιουργία θηλωματωδών βλαβών στο δέρμα ή τις βλεννογόνους επιφάνειες, όπως τα γεννητικά όργανα, την περιοχή του πρωκτού ή την περιοχή του στόματος.
  2. Καρκίνος του τραχήλου της μήτρας: Ορισμένοι τύποι ιού HPV, κυρίως οι υψηλής καρκινογένεσης τύποι, μπορούν να προκαλέσουν προκαρκινωματώδεις καταστάσεις στον τράχηλο της μήτρας, οι οποίες, αν δεν ανιχνευθούν και αντιμετωπιστούν, μπορούν να εξελιχθούν σε καρκίνο του τραχήλου.
  3. Άλλοι καρκίνοι: Ο ιός HPV μπορεί επίσης να συσχετίζεται με άλλους καρκίνους, όπως ο καρκίνος του πρωκτού, του κόλπου και του στόματος.